- καθύομαι
- καθύομαι [pron. full] [ῡ], [voice] Pass.,A to be rained upon,
σφοδροῖς ὄμβροις St.Byz.
s.v. Ὑηττός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφοδροῖς ὄμβροις St.Byz.
s.v. Ὑηττός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθύομαι — (Α) (επιτατ. τού ύομαι) καταβρέχομαι («καθύομαι σφοδροῑς ὄμβροις», Στέφ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὕομαι «βρέχομαι»] … Dictionary of Greek